Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι πάθηση που πλήττει σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού (σύμφωνα με τις μελέτες πάσχει το 10-20% των ατόμων άνω των 80 ετών) και αποτελεί κοινή κατάληξη καρδιακών παθήσεων όπως είναι η στεφανιαία νόσος, οι βαλβιδοπάθειες και οι μυοκαρδιοπάθειες.
Επί του παρόντος τα κριτήρια επιλογής για την ένταξη σε θεραπεία δυσυγχρονισμού είναι ηλεκτροκαρδιογραφικά και όχι υπερηχογραφικά.
Βασικό πρόβλημα παραμένει ότι ένα ποσοστό 25-35% εκ των ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού δεν ανταποκρίνονται επιτυχώς. Είναι πολύ σημαντική συνεπώς η επιλογή των πασχόντων που θα κατευθυνθούν προς μια τέτοια θεραπεία.
Η μελέτη μηχανικού δυσυγχρονισμού, είναι ένα εξειδικευμένο υπερηχογράφημα καρδιάς στο οποίο γίνονται οι κατάλληλες μετρήσεις που διαπιστώνουν εάν υπάρχει κακός συγχρονισμός κατά τη σύσπαση των καρδιακών τοιχωμάτων ή όχι.
Παρά το ότι τα υπερηχογραφικά κριτήρια δυσυγχρονισμού δεν υπερέχουν των ηλεκτροκαρδιογραφικών κριτηρίων ως προς την αμφικοιλιακή βηματοδότηση, έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν έναν ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη και μπορούν να βοηθήσουν το θεράποντα να ξεχωρίσει εκ των προτέρων τους ασθενείς που θα ανταποκριθούν στη θεραπεία επανασυγχρονισμού.
Η εξέταση διενεργείται με τον υπερσύγχρονο υπερηχοτομογράφο Vivid S5 της General Electric και από έμπειρο Καρδιολόγο εξειδικευμένο στις νεώτερες τεχνικές υπερήχων.
Οι εξεταζόμενοι παραλαμβάνουν αυθημερόν τα αποτελέσματα της εξέτασης.