Βιταμίνη D – H Bιταμίνη του Ήλιου
Βιολογία της βιταμίνης D
Η βιταμίνη D πρωτοδημιουργήθηκε μέσω της φωτοσύνθεσης και εμφανίστηκε σε πρώιμα είδη φυτοπλαγκτόν, στους ωκεανούς.
Όταν τα πρώτα σπονδυλωτά εγκατέλειψαν τους πλούσιους σε ασβέστιο ωκεανούς και βγήκαν στην ξηρά, η βιταμίνη D έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των ειδών, καθώς μέσω αυτής ρυθμίζεται η δυνατότητα απορρόφησης ασβεστίου από τον οργανισμό, άρα και η δυνατότητα κατασκευής ισχυρού και υγιούς σκελετού.
Εφόσον λοιπόν η βιταμίνη D μπορούσε να παραχθεί μόνο φωτοχημικά, τα σπονδυλωτά της ξηράς ανέπτυξαν τη δυνατότητα παραγωγής της βιταμίνης D μέσω της έκθεσης του δέρματός τους στο ηλιακό φως. Ακόμα και σήμερα, ο μηχανισμός παραμένει ίδιος — συγκεκριμένα, στο ανθρώπινο σώμα, η παραγωγή της βιταμίνης D3 ή αλλιώς της “βιταμίνης του ήλιου”, γίνεται μέσω της έκθεσης του δέρματος στο ηλιακό φως και συγκεκριμένα στην υπεριώδη ακτινοβολία UVB.
Στο ανθρώπινο σώμα, η βιταμίνη D παράγεται ως D3. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα ζώα. Στα φυτά αντίστοιχα, παράγεται ως D2. Επομένως, εάν βρείτε “φυτικά προϊόντα, για χορτοφάγους” που να περιέχουν D3, να είστε επιφυλακτικοί· η D3 έχει μόνο ζωική προέλευση.
Δράση
Η πιο γνωστή, μέχρι πρόσφατα, δράση της βιταμίνης D είναι η αύξηση της απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση υγιών οστών καθώς και για την ενίσχυση της νευρομυϊκής λειτουργίας. Ακόμη και εάν υπάρχει μια πλούσια διατροφή σε ασβέστιο, χωρίς ικανοποιητική βιταμίνη D το ασβέστιο δεν μπορεί να απορροφηθεί.
Εκτός από τους υποδοχείς οι οποίοι βρίσκονται στο έντερο και στα οστά, έχουν προσδιοριστεί υποδοχείς της βιταμίνης D και στον εγκέφαλο, στον προστάτη, στον μαστό, σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος καθώς και στους αγγειακούς και καρδιακούς μύες.
Το προϊόν του μεταβολισμού της, η καλσιτριόλη, είναι στην πραγματικότητα μια ορμόνη που αλληλεπιδρά με πάνω από 2000 γονίδια ( περίπου δηλαδή με το 10% του ανθρώπινου γονιδιώματος), στο ανθρώπινο σώμα.
Φαίνεται λοιπόν, πως η βιταμίνη D είναι το κλειδί για την ενεργοποίηση των γονιδίων μας
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην παθολογία τουλάχιστον 17 μορφών καρκίνου, καθώς και σε καρδιακές νόσους, εγκεφαλικά επεισόδια, υπέρταση, αυτοάνοσες ασθένειες, διαβήτη, κατάθλιψη, χρόνιο πόνο, οστεοαρθρίτιδα, οστεοπόρωση, μυϊκή αδυναμία, απώλεια μυϊκής μάζας, γενετικές ανωμαλίες, περιοδοντικές νόσους, και πολλά άλλα.
Φυσικός τρόπος παραγωγής στο σώμα μας
Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να συνθέσει το 90% της βιταμίνης D μέσω της υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου και μόνο το 10% μέσω των τροφών.
Με εξαίρεση τα λιπαρά ψάρια, το συκώτι και το αυγό, τα υπόλοιπα τρόφιμα περιέχουν ελάχιστη βιταμίνη D.
Ο πιο φυσικός τρόπος παραγωγής (και αποθήκευσης) βιταμίνης D, είναι η τακτική ηλιοθεραπεία το καλοκαίρι. Για βέλτιστα αποτελέσματα, πρέπει να εκθέτουμε όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος του σώματός μας σε δυνατό ήλιο, χωρίς αντηλιακό, αλλά με πολλή προσοχή, γιατί εννοείται ότι πρέπει να αποφεύγονται τα εγκαύματα. Η χρήση αντηλιακού αλλά και η ηλιοθεραπεία πρωινές και απογευματινές ώρες οδηγούν σε φιλτράρισμα του φάσματος UV, άρα παρεμποδίζουν τη σύνθεση της βιταμίνης . Εκθέτοντας όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιφάνεια δέρματος στον ήλιο, μεγιστοποιούμε την παραγωγή D3, άρα μειώνουμε τον απαιτούμενο χρόνο έκθεσης. 15-20 λεπτά έκθεσης στο ηλιακό φως από τις 10 πμ μέχρι τις 2 μμ, χωρίς αντηλιακό, 3 φορές την εβδομάδα είναι ικανό χρονικό διάστημα ώστε να παράσχει στον οργανισμό την απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D. Το διάστημα αυτό ο οργανισμός μπορεί να παράξει 10.000 μέχρι με 20.000 μονάδες (IU) βιταμίνης D.
Προσοχή!!! Το σημάδι για να σταματήσουμε την ηλιοθεραπεία είναι αμέσως μόλις το χρώμα του δέρματος αρχίσει να παίρνει λίγο πιο ρόδινο τόνο. Σε πολύ ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες, αυτό συμβαίνει μέσα σε μόλις 5-6 λεπτά, ενώ σε πιο σκουρόχρωμες μπορεί να πάρει και 20. Τη στιγμή εκείνη, ο οργανισμός μας παράγει ήδη 15 με 20 χιλιάδες IU (20.000 IU) βιταμίνης D3 και έχει μπει σε ενέργεια ο μηχανισμός μπλοκαρίσματος περαιτέρω παραγωγής. Λόγω αυτού του φυσικού προστατευτικού μηχανισμού, δεν υφίσταται πιθανότητα «υπερβολικής δόσης» D3 από ηλιοθεραπεία.
Ποιοί διατρέχουν κίνδυνο για έλλειψη Βιταμίνης D.
- Άτομα με περιορισμένη έκθεση στο φως του ήλιου
- Υπερβολική χρήση αντηλιακών.
- Άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα.
- Η τάση της εργασίας σε κλειστούς χώρους.
- Βρέφη που θηλάζουν και παιδιά που βρίσκονται στην ανάπτυξη.
- Οι έγκυες γυναίκες και αυτές που θηλάζουν.
- Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες έχουν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης.
- Άτομα μεγαλύτερα των 50 ετών, επειδή η ικανότητα σύνθεσης της βιταμίνης D μειώνεται με την ηλικία.
- Άτομα με παθήσεις δυσαπορρόφησης λίπους όπως κοιλιοκάκη, νόσος του Crohn, κυστική ίνωση και παγκρεατίτιδα.
- Άτομα με ηπατικές και νεφρικές παθήσεις ή ενζυμικές ανεπάρκειες.
- Άτομα που ζουν στο βόρειο ημισφαίριο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα
- Υποπαραθυρεοειδισμό
- Παχύσαρκα άτομα
Ποιοι οι κίνδυνοι από έλλειψη Βιταμίνης D.
Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια της βιταμίνης D συνδέεται με τις πιο κάτω παθήσεις:
- Στα παιδιά μπορεί να προκαλέσει Ραχίτιδα, μια πάθηση των οστών που οδηγεί σε κακή ανάπτυξη με αδύνατα οστά, καθυστερημένη ανάπτυξη και ανοσοανεπάρκεια.
- Στους ενήλικες μπορεί να προκαλέσει Οστεομαλακία και Οστεοπόρωση..
- Τα νεογέννητα και μικρά παιδιά με ανεπάρκεια βιταμίνης D αντιμετωπίζουν κίνδυνο ανάπτυξης Ρευματοειδούς αρθρίτιδας, Διαβήτη, Πάρκινσον, Αλτσχάϊμερ, Πολλαπλής Σκλήρυνσης, φλεγμονές του εντέρου, όλα εξαιτίας της κακής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να αναπτύξουν καρκίνο του ορθού και εντέρου, του ενδομητρίου, του μαστού, του δέρματος, του παγκρέατος, του προστάτη ή λέμφωμα.
- Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί επίσης με καρδιαγγειακές παθήσεις.
Ποιοι οι κίνδυνοι από υπερβιταμίνωση Βιταμίνης D.
Κάποιες φορές παρουσιάζονται περιστατικά τοξικότητας από υπερβολική λήψη βιταμίνης D. Μερικά συμπτώματα της τοξικότητας αυτής είναι τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα, με απώλεια οστού και σχηματισμό πετρών στα νεφρά και υψηλή πίεση.
Τα γαστρεντερικά συμπτώματα της τοξικότητας της βιταμίνης D μπορεί να περιλαμβάνουν ανορεξία, ναυτία και έμετο. Αυτά τα συμπτώματα συχνά ακολουθούνται από πολυουρία, πολυδιψία, αδυναμία, νευρικότητα, κνησμός (φαγούρα), και τελικά νεφρική ανεπάρκεια.
Προσδιορισμός της βιταμίνης D.
Η ακριβής εκτίμηση και αξιολόγηση των επιπέδων της βιταμίνης D στηρίζεται στη μέτρηση των επιπέδων της (25-OH Vit. D) με αιματολογική εξέταση που μετράει την αποθηκεύσιμη μορφή της D.
Συνεπώς, η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων βιταμίνης D στον οργανισμό, μέσω της εξέτασης της βιταμίνης D, είναι σημαντική για την προστασία και τη διατήρηση της καλής υγείας και της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής, βοηθώντας ταυτόχρονα και στην πρόληψη διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.